δυσανάκλητος — δυσανάκλητος, ον (AM) αυτός που δύσκολα ανακαλείται, συγκρατείται, αναχαιτίζεται αρχ. 1. αυτός τον οποίο δύσκολα τόν συγκεντρώνει κανείς 2. δυσθεράπευτος 3. εκείνος που δύσκολα ξαναποκτά την καλή του διάθεση … Dictionary of Greek
δυσανάκλητος — hard to call back masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανακλήτως — δυσανάκλητος hard to call back adverbial δυσανάκλητος hard to call back masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάκλητον — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem acc sg δυσανάκλητος hard to call back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανακλήτου — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανακλήτους — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάκλητοι — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԴԺՈՒԱՐԱԿՈՉ — ( ) NBH 1 0618 Chronological Sequence: 5c ա. δυσανάκλητος qui aegre revocatur Զոր դժուարին է յետս կոչել. *Կորասցիս իբրեւ զթիւրեալ՝ ի չարէն ծանրացեալ, եւ դժուարակոչ կալցիս զխոնարհութիւնդ (զայդ). Ածաբ. մկրտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
δυσανακλητοτέραν — δυσανακλητοτέρᾱν , δυσανάκλητος hard to call back fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)