δυσανακλητος

δυσανακλητος
    δυσανάκλητος
    δυσ-ανάκλητος
    2
    1) которого трудно созвать или собрать
    

(οἱ σποράδες καὴ δυσανάκλητοι πρός τι Plut.)

    2) не поддающийся уговорам
    

(δ. καὴ δυσπαρηγόρητος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δυσανακλητος" в других словарях:

  • δυσανάκλητος — δυσανάκλητος, ον (AM) αυτός που δύσκολα ανακαλείται, συγκρατείται, αναχαιτίζεται αρχ. 1. αυτός τον οποίο δύσκολα τόν συγκεντρώνει κανείς 2. δυσθεράπευτος 3. εκείνος που δύσκολα ξαναποκτά την καλή του διάθεση …   Dictionary of Greek

  • δυσανάκλητος — hard to call back masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανακλήτως — δυσανάκλητος hard to call back adverbial δυσανάκλητος hard to call back masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανάκλητον — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem acc sg δυσανάκλητος hard to call back neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανακλήτου — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανακλήτους — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανάκλητοι — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԴԺՈՒԱՐԱԿՈՉ — ( ) NBH 1 0618 Chronological Sequence: 5c ա. δυσανάκλητος qui aegre revocatur Զոր դժուարին է յետս կոչել. *Կորասցիս իբրեւ զթիւրեալ՝ ի չարէն ծանրացեալ, եւ դժուարակոչ կալցիս զխոնարհութիւնդ (զայդ). Ածաբ. մկրտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • δυσανακλητοτέραν — δυσανακλητοτέρᾱν , δυσανάκλητος hard to call back fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»